αποπληξία

αποπληξία
Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από απότομη απώλεια της συνείδησης (εγκεφαλικό ίκτους), της κινητικότητας και της αισθητικότητας και οφείλεται συνήθως σε εγκεφαλική αιμορραγία, μπορεί όμως να προκληθεί και από θρόμβωση ή εμβολή αιμοφόρου αγγείου του εγκεφάλου. Συχνά, η προσβολή είναι ξαφνική υπό συνθήκες φαινομενικής υγείας και συνοδεύεται από πτώση του προσβαλλόμενου στο έδαφος σε κωματώδη κατάσταση. Άλλες φορές, αντίθετα, η εμφάνιση α. είναι λιγότερο απότομη: το άτομο αισθάνεται σε ένα τμήμα του σώματος, κατά κανόνα στο άνω και στο κάτω άκρο της ίδιας πλευράς, μια προοδευτικά εντεινόμενη αδεξιότητα στις κινήσεις και συγχρόνως χάνει την ευαισθησία στα ερεθίσματα. Οι διαταραχές που προκαλεί η α., δηλαδή η παράλυση των κινήσεων και η απώλεια της αισθητικότητας, μπορεί να αφορούν όλα τα μέλη του σώματος ή μόνο μερικά από αυτά· συχνά εμφανίζονται και διαταραχές του λόγου με ανικανότητα άρθρωσης λέξεων και με αδυναμία κατανόησης των λόγων άλλου προσώπου. Ο βαθμός σοβαρότητας των συμπτωμάτων εξαρτάται από τη θέση και την έκταση της εγκεφαλικής ζώνης που έχει πάθει αιμορραγία. Όπως είναι γνωστό, κάθε περιοχή του εγκεφάλου ρυθμίζει και διευθύνει ορισμένες λειτουργίες του οργανισμού, όπως π.χ. την κίνηση των άκρων, την αντίληψη των αισθημάτων, την έκφραση και την κατανόηση του λόγου κλπ. Έτσι, είναι ευνόητο ότι ανάλογα με την περιοχή του εγκεφάλου που έπαθε βλάβη από την αιμορραγία, παραβλάπτονται οι λειτουργίες που ελέγχονται από τη ζώνη αυτή. Κατάληξη της α. μπορεί να είναι ο θάνατος, χωρίς ο άρρωστος να συνέλθει από το κώμα στο οποίο περιέπεσε στην αρχή του συνδρόμου ή η βαθμιαία υποχώρηση των αλλοιώσεων της συνείδησης. Σε αυτές τις περιπτώσεις, όμως, καταλείπεται συνήθως παράλυση ή πάρεση των κινήσεων και μειωμένη αισθητικότητα των δύο άκρων της αντίθετης πλευράς από την πλευρά του εγκεφαλικού ημισφαιρίου που έπαθε αιμορραγία. Κάθε ημισφαίριο του εγκεφάλου ελέγχει και εναρμονίζει τα άκρα της αντίθετης πλευράς του σώματος· αν π.χ. η βλάβη αφορά το αριστερό ημισφαίριο, ο άρρωστος παρουσιάζει ημιπληγία των άκρων της δεξιάς πλευράς, στην οποία συνήθως προστίθενται οι διαταραχές του λόγου (αφασία). Για να συμβεί εγκεφαλική αιμορραγία απαιτείται αλλοίωση του αγγειακού τοιχώματος (συνήθως δευτεροπαθώς σε σύφιλη ή σε αρτηριοσκλήρυνση) και αύξηση της αρτηριακής πίεσης. Σε περίπτωση θρόμβωσης, η αλλοίωση του αγγειακού τοιχώματος θα πρέπει να συνοδεύεται από επιβράδυνση της κυκλοφορίας του αίματος και αύξηση της πηκτικότητας. Η θεραπευτική αγωγή του ατόμου που παθαίνει α. συνίσταται, τη στιγμή της προσβολής, στη χορήγηση φαρμάκων ικανών να διευρύνουν τις εγκεφαλικές αρτηρίες που σε αυτή την περίπτωση έχουν υποστεί σύσπαση (αγγειοδιασταλτικά φάρμακα), καθώς και φαρμάκων αναληπτικών και αντιβιοτικών για την πρόληψη επιπλοκών, εκτός από τη συνεχή και άφθονη χορήγηση οξυγόνου. Όταν περάσει η οξεία φάση, εκτός της θεραπείας της γενεσιουργού πάθησης που πιθανότατα προκάλεσε την αλλοίωση της αρτηρίας, όπως η αρτηριοσκλήρυνση, η σύφιλη ή η αρτηριακή υπέρταση, είναι καλό να αρχίσει σύντομα η αναπαιδαγώγηση του λόγου και σε αυτούς που έχουν πληγεί από την παράλυση μυών. Έτσι επιτυγχάνεται συχνά o περιορισμός των μόνιμων βλαβών του εγκέφαλου.
* * *
η (AM ἀποπληξία, Α κ. -πληγία) [απόπληκτος]
νεοελλ.
το αποτέλεσμα σημαντικής ελάττωσης της αιμάτωσης κάποιου τμήματος του εγκεφάλου ή ενδοκρανιακής αιμορραγίας
αρχ.
1. παράλυση των πνευματικών λειτουργιών, μανία, παραφροσύνη, άνοια
2. παράλυση του σώματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀποπληξία — ἀποπληξίᾱ , ἀποπληξία madness fem nom/voc/acc dual ἀποπληξίᾱ , ἀποπληξία madness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποπληξίᾳ — ἀποπληξίᾱͅ , ἀποπληξία madness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποπληξία — η (ιατρ.), απότομη εγκεφαλική προσβολή, κόλπος, νταμπλάς: Συχνά η αποπληξία είναι θανατηφόρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποπληξίας — ἀποπληξίᾱς , ἀποπληξία madness fem acc pl ἀποπληξίᾱς , ἀποπληξία madness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποπληξίαι — ἀποπληξίᾱͅ , ἀποπληξία madness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποπληξίαν — ἀποπληξίᾱν , ἀποπληξία madness fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποπληξιῶν — ἀποπληξία madness fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποπληξίαις — ἀποπληξία madness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποπληξίη — ἀποπληξία madness fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποπληξίην — ἀποπληξία madness fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”